διαδοσίας

διαδοσίας
ο [διάδοση]
αυτός που διαδίδει ψευδείς ή διογκωμένες ειδήσεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διαδότης — ο (Α διαδότης) νεοελλ. ο διαδοσίας αρχ. υπάλληλος επιφορτισμένος να διανέμει στους στρατιώτες είδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < διαδίδω. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. μαρτυρείται από το 1894 στον Σπ. Μαυρογένη στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • διαλαλητής — ο (θηλ. διαλαλήτρια και διαλαλήτρα, η) (Μ διαλαλητής) [διαλαλώ] 1. ο δημόσιος κήρυκας, ντελάλης 2. διαδοσίας …   Dictionary of Greek

  • λογοποιός — λογοποιός, ὁ (Α) 1. αυτός που γράφει σε πεζό λόγο, ο πεζογράφος και κυρίως ο ιστορικός συγγραφέας, ο αρχαίος χρονογράφος («οὔτε τῶν ποιητῶν οὔτε τῶν λογοποιῶν οὐδεμίαν φανήσεται μνείαν πεποιημένος», Ισοκρ.) 2. συγγραφέας μύθων, μυθογράφος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”